τεμενικά

τεμενικά
τεμενικός
of
neut nom/voc/acc pl
τεμενικά̱ , τεμενικός
of
fem nom/voc/acc dual
τεμενικά̱ , τεμενικός
of
fem nom/voc sg (doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • Ωραπόλλων — Έλληνας γραμματικός και υπομνηματιστής, που έζησε στην Πανόπολη της Αιγύπτου τον 5o αι. μ.Χ. Δίδαξε γραμματική στην Αλεξάνδρεια και μετά στην Κωνσταντινούπολη. Έγραψε Τεμενικά και Ιερογλυφικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”